- ἀρτίπος
- ἀρτίπουςsound of footmasc/fem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Artipvs — ARTIPVS, i, Gr. Ἀρτίπος, ου, ein Beynamen des Mars beym Homer, weil er leicht zu Fuße und von gefunden Füßen ist, weswegen sich auch Venus, wie Vulcan klaget, in ihn verliebet haben soll. Hom. Odyss. Θ. 310 … Gründliches mythologisches Lexikon
αελλόπος — ἀελλόπος ( ποδός), ο, η ομηρικός τύπος αντί ἀελλόπους (όπως ἀρτίπος, οἰδίπος κ.λπ.) (Α) αυτός που είναι γρήγορος στα πόδια σαν τη θύελλα, ταχύπους, γοργοπόδαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄελλα + πούς ο σχηματισμός σε πος κατά την αιτ. πόδα, πρβλ. μτγν. τ.… … Dictionary of Greek
σθεναρός — ή, ό / σθεναρός, ά, όν, ΝΜΑ, και ιων. τ. θηλ. σθεναρή Α γεμάτος σθένος, δυνατός, ισχυρός (α. «σθεναρή κράση» β. «σθεναρὰ χείρ», Τζέτζ γ. «βραχίων σθεναρός», Ευρ. δ. «ἄτη σθεναρή τε καὶ ἀρτίπος», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. γεμάτος ψυχικό και ηθικό σθένος … Dictionary of Greek